7 Φεβ 2015

Ο Daniel Lommel, ένας μύθος του χορού μιλά στον Μάνο Στεφανάκη

Στο τέλος του 2014, ένας πραγματικός μύθος στο χώρο του κλασικού μπαλέτου, ο Daniel Lommel, επισκέφθηκε την Σάμο προσκεκλημένος για δεύτερη φορά της Σχολής Χορού «Samos School of Dance» της Χριστίνας Τσαρδούλια. Με αφορμή την επίσκεψή του, ο κορυφαίος χορευτής παραχώρησε συνέντευξη στον διευθυντή του «Σαμιακού Βήματος» Μάνο Στεφανάκη. Είχε δημοσιευθεί στο φύλλο της 15ης Δεκεμβρίου 2014.




Daniel Lommel
«Παλιά ήταν οι γνωριμίες τώρα είναι τα κυκλώματα»
Ένας μύθος του χορού στη Σάμο

Οι κριτικοί κατατάσσουν τον Daniel Lommel στο Πάνθεον των δέκα κορυφαίων χορευτών της γενιάς του.  Γεννημένος στο Παρίσι την 26η Μαρτίου 1943, ο Daniel Lommel, αφού ακολούθησε σπουδές χορού στη Σχολή Μπαλέτου της Όπερας της Λιέγης με τον Joseph Lazzini, γίνεται μαθητής της Nora Kiss στο Παρίσι.  Το 1964, προσλαμβάνεται στο Μπαλέτο του Αμβούργου, υπό την διεύθυνση του Petervan Dijck. Εκεί ερμηνεύει τα πιο χαρακτηριστικά μπαλέτα του ρεπερτορίου και χορεύει με διακεκριμένους χορευτές, όπως οι Jacqueline  Rayet, Claire Motte, MariaTallchief, Sonia Arova και Marilyn Burr, πάνω σε χορογραφίες των George Balanchine, Roland Petit και Janine Charrat, οι οποίοι συνεργάζονταν εκείνη την εποχή ως προσκεκλημένοι χορογράφοι. Το 1967 εντάσσεται στα Μπαλέτα του 20ου αιώνα του Maurice Béjart. Θα παραμείνει εκεί δεκατρία χρόνια ως σολίστ και στη συνέχεια ως καλλιτεχνικός συν-Διευθυντής. Στο διάστημα αυτό, χορεύει με τους πιο φημισμένους καλλιτέχνες, όπως οι Jorge Donn, Paolo Bortoluzzi και Suzanne Farrell.

Από το 1975 μέχρι το 1983, ερμηνεύει το «Liedereinesfahrenden Gesellen» με τον Rudolf Noureev, στις μεγαλύτερες σκηνές των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Τον Αύγουστο του 1980, ο Daniel Lommel με τη συνδρομή Ελλήνων καλλιτεχνών και προσωπικοτήτων, ιδρύει στην Αθήνα το «ΑΕΝΑΟΝ Χοροθέατρο». Με τη συνεργασία του Μίνωα Βολανάκη, η πρώτη παράσταση της ομάδας πραγματοποιήθηκε στα Νταμάρια των Βράχων του Βύρωνα, που αργότερα μετονομάστηκαν σε Θέατρο Μελίνα Μερκούρη. Από το 1982 μέχρι το 1989, με τη θερμή υποστήριξη της Μελίνας Μερκούρη, τότε Υπουργού Πολιτισμού, ο Daniel Lommel ενσωματώνει το ΑΕΝΑΟΝ (ή τη χοροθεατρική ομάδα του) στους κόλπους του ΚΘΒΕ, στη Θεσσαλονίκη. Μέχρι σήμερα, το «ΑΕΝΑΟΝ ΧΟΡΟΘΕΑΤΡΟ» έχει στο ενεργητικό του μια πλούσια δημιουργική πορεία, με περισσότερα από 60 έργα και τουλάχιστον 700 παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πάντοτε σε αναζήτηση νέων ταλαντούχων καλλιτεχνών για τη συμμετοχή τους στις μελλοντικές δημιουργίες του, ο Daniel Lommel προτείνει ένα βλέμμα συνεχούς ανανέωσης για το κλασσικό μπαλέτο του σήμερα.



Στα πλαίσια αυτά επισκέφθηκε πρόσφατα και τη Σάμο, προσκεκλημένος, για 2η φορά, της σχολής χορού «Samos School of Dance» της Χριστίνας Τσαρδούλια. Στην διάρκεια της παραμονής του είχαμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε και να συζητήσουμε μαζί του για πολλά και ενδιαφέροντα θέματα. Η συνέντευξη που μας παραχώρησε έχει ως εξής.



Στιγμιότυπο από την διδασκαλία του Daniel Lommel - Φωτογραφία της Ελεάνας Κωνσταντάκη




Μάνος Στεφανάκης: Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με το πού βρισκόμαστε σήμερα, σε ότι αφορά τον χώρο του μπαλέτου. Σήμερα η ζωή μας αλλάζει με τρομακτικούς ρυθμούς, ειδικά καθώς ζούμε στην Ελλάδα της κρίσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πού βρίσκεται η τέχνη του κλασικού μπαλέτου;
Daniel Lommel: Υπάρχουν δύο ζώνες, η εξωτερική ζώνη και η εσωτερική. Το μπαλέτο σήμερα έχει ένα παγκόσμιο γύρισμα στο κλασσικό μπαλέτο. Τα παιδιά της Αμερικανικής Σχολής έκαναν έρευνες για το δεύτερο μέρος του προηγούμενου αιώνα και διαπιστώσανε αυτή την τάση. Αυτό έγινε χάρη σε κάποιους ανθρώπους όπως ο Νουρέγιεφ, ο Μπαρίζνικοφ και άλλα μεγάλα ονόματα του κλασικού μπαλέτου. Δεν είναι ακριβώς ένα γύρισμα αλλά μια πρόοδος γιατί στο κλασικό μπαλέτο εντάχθηκαν όλες οι εμπειρίες του σύγχρονου. Αυτό μπορούμε να το δούμε με μεγάλους χορευτές που έχουν πάρει από τους σύγχρονους, αυτά που οι σύγχρονοι είχαν πάρει από το κλασικό. Ήμασταν στην περίοδο του νεοκλασικού και τώρα είμαστε στην περίοδο του μετά- μετά-κλασικού. Όπως στην τέχνη και την ζωγραφική. Αυτό σημαίνει ότι η βάση της κλασικής τέχνης έχει ανανεωθεί. Η τεχνική έχει ανανεωθεί. Παίζουμε σε μια καινούρια, ουσιαστικά, τεχνική. Αυτό όσον αφορά την εξωτερική ζώνη.
Σε ό,τι αφορά την εσωτερική ζώνη, δυστυχώς δεν έρχεται κανείς πλέον στην Ελλάδα. Έρχονται το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών ή άλλα Φεστιβάλ αλλά δεν μένουνε διότι δεν υπάρχει πια η παράδοση. Στην Αθήνα υπήρχε παράδοση, από Έλληνες που γυρίσανε από το εξωτερικό και ιδρύσανε το μπαλέτο. 

Μ.Σ.: Πιστεύετε ότι αυτό οφείλεται στην κρίση;
D.L.: Αυτό είναι ένα μέρος της κρίσης. Η κρίση είναι πολύ πιο βαθειά. Δεν είναι καθόλου οικονομική. Η κρίση είναι πολιτική. Οικονομική είναι στο σημείο που οι πλούσιοι γίνονται πιο πλούσιοι και οι φτωχοί πιο φτωχοί. Σε αυτό το πλαίσιο εξαφανίζονται τα πάντα. Όμως εδώ έχουμε ένα πρόβλημα. Στην πολιτική για την παιδεία και τον πολιτισμό. Αν κοιτάξουμε τι γίνεται με τα τηλεοπτικά προγράμματα, θα δούμε ότι έχουμε πάρα πολλά μαθήματα μαγειρικής και δεν έχουμε πια πρόγραμμα για την πολιτισμό, τα αρχαία, την παράδοση.

Μ.Σ.: Αυτό τον ρόλο τον έπαιζε κυρίως η Κρατική Τηλεόραση.
D.L.: Η κεφαλή δεν λειτουργεί. Λειτουργεί με ποδόσφαιρο, λειτουργεί με μπάσκετ, με το στομάχι… Χάσαμε και τους πιο μεγάλους ανθρώπους της ελληνικής κοινωνίας. Τον Χατζιδάκι, την Μελίνα, μεγάλους ποιητές, το τρίτο πρόγραμμα, τον Τσαρούχη. Αυτοί δεν αφήσανε μαθητές.

Με τον Jorge Donn - Ιανουάριος 1975


Μ.Σ.: Πότε ήταν η πρώτη στιγμή που αποφασίσατε ότι θέλετε να χορεύετε;
D.L.: Δεκατρεισήμισι χρονών. Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος. Η μητέρα μου έγινε ζωγράφος πολύ αργότερα αλλά ασχολούνταν με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Εννιά χρονών άρχισα την δραματική σχολή. Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή αλλά κάθε Σάββατο ερχόντουσαν φίλοι στο σπίτι που ήταν ζωγράφοι, συνθέτες, βιολιστής και μεγάλωσα στα γόνατα του Μαγκρίτ! Εγώ βέβαια δεν ήξερα ποιος ήτανε, ήταν κάτι σαν θείος μου. Είχα από πολύ νωρίς μάθει ό,τι υπήρχε τότε στο Βέλγιο από ζωγράφους, λογοτέχνες, ποιητές. Όλες οι συζητήσεις ήταν πάνω στη φιλοσοφία, την ποίηση, τη λογοτεχνία. Δωδεκάμισι χρονών είχα διαβάσει όλο τον Μπαλζάκ. Είχα διαβάσει Σεντ Εξιπερί, Μποντλέρ, Ρεμπό. Κινήθηκα σε έναν τέτοιο κόσμο. Στο σχολείο στο Βέλγιο, τότε, φανταστείτε ότι είχαμε μικρο – κομπιούτερ, ηλεκτρικό που ήταν ενσωματωμένο στο θρανίο. Θυμάμαι ένα τετράδιό μου, που γράφει 1949, λίγο μετά την λήξη του πολέμου, και τότε αυτό που είχε σημασία ήταν να καταλαβαίνεις την ουσία. Ήταν μια νέα μέθοδος. Μαθαίναμε την φράση, όχι την αλφαβήτα.
Τέλος πάντων. Επειδή ήμουνα πολύ χοντρός η μητέρα μου με πήγε να μάθω μπαλέτο. Εγώ είπα στην αρχή ότι αυτό είναι για τις κοπέλες. Εκείνη το έκανε για να αδυνατίσω. Πήγα σε μια δασκάλα και εκεί ήταν μια πανέμορφη κοπέλα. Σε 8 μήνες έχασα περισσότερα από 30 κιλά. Αργότερα ψάξαμε καλύτερους δασκάλους, μπήκα στη σχολή του Θεάτρου το 1955 και αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω.

Μ.Σ.: Θα ήθελα να μου μιλήσετε για δύο μυθικά πρόσωπα στο χώρο του Μπαλέτου. Μορίς Μπεζάρ, «μπαλέτα του 20ου αιώνα» και Ρούντολφ Νουρέγιεφ. Συνεργαστήκατε και με τους δύο για πολλά χρόνια.
D.L.: Ναι, αλλά πριν από αυτή τη συνεργασία, συνεργαζόμουνα ή μάλλον έγινα εργαλείο για άλλους μεγάλους χορογράφους. Στο Παρίσι με τον Ζεριβά, ήμουν τότε 16 χρονών, με την Ζανίν Σαρά, και με τον Μπαλανσίν (σ.σ. Ο μεγαλύτερος χορογράφος του 20ου αιώνα). Αργότερα ήταν με τον  Μπεζάρ με τον οποίο συνεργάστηκα για 15 χρόνια ενώ με τον Νουρέγιεφ για 8 χρόνια. Ήταν διαφορετικοί καιροί τότε. Όταν πήγα με τους γονείς μου στο Παρίσι, στην δασκάλα που έκανα μάθημα, ερχόταν και ο Μπεζάρ να κάνει μάθημα. Το καλοκαίρι έρχονταν οι χορευτές του Μπαλανσίν. Τα πράγματα έρχονταν χωρίς εμείς να τρέχουμε από πίσω τους. Είναι σαν τον Οβελίξ (σ.σ. ο γνωστός ήρωας κόμικ, δημιούργημα των Rene Goscinny και Albert Uderzo), που έπεσε στην χύτρα με τον μαγικό ζωμό από μικρός. Είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί να βρεθεί στο σωστό μέρος, την σωστή στιγμή. Τότε ήμασταν όλοι μαζί οι χορευτές και οι χορογράφοι. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν εκεί για να δουλεύουνε και όχι να παρουσιάζουν τους εαυτούς του. Ο Μπεζάρ με παρακολουθούσε για 5 χρόνια και έβλεπε την πρόοδό μου. Μου λέει μια μέρα: «γιατί δεν έρχεσαι στην ομάδα;». Και του είπα: «Γιατί δεν είμαι έτοιμος. Όταν θα μπω, θα μπω από πάνω». Δεν μου είπε τίποτε... Κι όταν αισθάνθηκα ότι είμαι έτοιμος, κινησιολογικά, σε κουλτούρα και σε σκέψη, τον πήρα τηλέφωνο. Αλλά πρώτα δούλεψα πολύ σκληρά. Τότε μου είπε «έλα». Δεν είχε οντισιόν. Στον Μπεζάρ έγιναν οι οντισιόν πολύ αργότερα. Όταν έφευγε ένας άνθρωπος, είχε ήδη διαλέξει τον επόμενο. Αλλά είχαμε όλοι λόγο σε αυτό. Ήταν πολύ σκληρός, το παραμικρό ήτανε καθοριστικό αλλά εάν ήμασταν στην ώρα μας, εάν τα πράγματα πήγαιναν καλά άρχιζε το χειροκρότημα. Μέχρι που ο Μπεζάρ, σε μια παράσταση μου λέει ξαφνικά:  «Εγώ φεύγω. Τώρα εσύ είσαι ο καλλιτεχνικός διευθυντής». Μετά το διάλειμμα προσπαθώ να του μιλήσω, αλλά είχε φύγει. Κι έμεινα έτσι μόνος μου για δύο χρόνια. Εγκατέλειψε την ομάδα για να ξεκουραστεί. Κι έφυγε έτσι απλά… Ήξερε ακριβώς πώς σκεφτόμουν, ποια θα ήταν η αντίδρασή μου, έφευγε ήσυχος. Μετά από δύο χρόνια ήρθε και έπαθε σοκ γιατί είχε ανανεωθεί η ομάδα. Κοιτάει την ομάδα και μου λέει: «Τι έχεις κάνει;».

Όλες οι υπέροχες ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι της Ελεάνας Κωνσταντάκη




Μ.Σ.: Και με τον Νουρέγιεφ;
D.L.: Τον γνώρισα το 1962 όταν ήρθε στη Γαλλία και χόρεψε στην ομάδα που εγώ ήμουνα.  Τα μπαλέτα Κίροφ ήταν στο Παρίσι, στην Όπερα, για εμφανίσεις για ένα μήνα. Ήθελε να φύγει από χρόνια από τη Ρωσία αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Το καταλαβαίνανε οι Ρώσοι και τον σταματούσαν. Στο αεροδρόμιο περπατούσε, με την KGB να τον παρακολουθεί, και ξαφνικά πήδηξε τα κάγκελα και ζήτησε άσυλο. Οι αστυνόμοι που ήταν εκεί δεν ήξεραν ποιός ήταν. Έμεινε εκεί 24 ώρες και όλος ο κόσμος του χορού ήταν εκεί, μέχρι και ο Υπουργός Πολιτισμού.
Εγώ, τότε είχα μια φίλη που πήγαινε στο Λένινγκραντ σαν αεροσυνοδός της Sabena (σ.σ. Η εθνική αεροπορική εταιρεία του Βελγίου, μέχρι το 2001, πριν τη πτώχευση και συγχώνευσή της). Της ζήτησα λοιπόν να πάει στα Κίροφ και να αγοράσει τα παπούτσια του Νουρέγιεφ. Ένιωθα ότι έτσι τον πλησίαζα, ερχόμουν πιο κοντά του. Αυτή γνώρισε τον άνθρωπο που έφτιαχνε τα παπούτσια στο θέατρο. Επί οκτώ μήνες μου έφερνε τα παπούτσια, τριάντα κάθε φορά! Ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό. Μετά τα έδωσα στον Νουρέγιεφ. Έτσι γνωριστήκαμε και μου επέτρεπε να παρακολουθώ την πρόβα. Τον ακολουθούσα και στη νότια Γαλλία όπου έκανε μαθήματα. Η καριέρα μου στον Μπεζάρ ανέβαινε διαρκώς. Ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει ο Νουρέγιεφ: «έλα στην Νέα Υόρκη να χορέψουμε μαζί». Αυτό έγινε το 1974. Από το 1974 μέχρι το 1983 χορεύαμε μαζί. Περίπου 500 παραστάσεις. Ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι.

Μ.Σ.: Να έρθουμε λίγο στην Ελλάδα. Να ξεκινήσουμε από τη σχέση σας με την Μελίνα Μερκούρη.
D.L.: Την Μελίνα Μερκούρη την ήξερα από το εξωτερικό. Ήξερα τον Ντασέν περισσότερο και ήμουνα πάρα πολύ δεμένος με τον γιό του, τον Τζο Ντασέν. Κάναμε παράσταση μαζί. Ο Τζο τραγούδησε στο πρώτο μέρος κι εμείς χορέψαμε στο δεύτερο μέρος. Πέθανε το 1980. Θυμάμαι ότι τότε ήμασταν με την Μελίνα και τον Ντασέν, στο σπίτι του Ιόλα, και η Μελίνα μου έλεγε: «Τον Σεπτέμβριο θα κερδίσουμε τις εκλογές. Πες μου τι θες». Και της λέω: «Θέλω να έρθω στο Κρατικό Θέατρο».  Ξέρετε και ο Ιόλας ήταν παλιά χορευτής. Όπως και ο Ρίτσος ο οποίος μετά έγινε φίλος μου. Ο Ιόλας υπήρξε και πρώτος χορευτής στο Βερολίνο. Τότε έσπασε το πόδι του. Αυτό δεν έχει γραφτεί πουθενά. Εκεί σταμάτησε η καριέρα του. Μετά πήγε στο Βέλγιο να συναντήσει τον Μαγκρίτ και του παρήγγειλε τα οκτώ γλυπτά που είχε κάνει ο Μαγκρίτ. Αυτό ήταν και η αρχή της καριέρας του ως γκαλερίστας. Παρένθεση ήταν αυτό.  Εκείνο το βράδυ λοιπόν ήρθε τηλεφώνημα και ο Ντασέν και μου το είπε ότι ο Τζο πέθανε.
Όταν ήρθα στην Ελλάδα το 1980 είχα ήδη πολλούς γνωστούς. Την Μελίνα, τον Κατράκη, την Λίντα Άλμα. Τον Κατράκη τον είχαν γνωρίσει το 1965 όταν ήρθε στο Βέλγιο να κάνει τις Όρνιθες και έμεινε στο σπίτι μου. Όταν ήρθα στην Ελλάδα βρέθηκα σε αυτούς τους κύκλους, με όλους αυτούς τους ανθρώπους που είχαν γυρίσει στην Ελλάδα. Έκανα δύο χρόνια να μάθω τα ελληνικά. Είχα κάνει αρχαία ελληνικά από τα 11 χρόνια μου και ήταν εύκολο γιατί τότε πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούσαν την καθαρεύουσα.

Μ.Σ.: Και το «Αέναον» πότε το φτιάξατε;
D.L.: Το «Αέαναον» δημιουργήθηκε το 1979 στην Λυών με τον Βουτσινό, τον Έλληνα βαρύτονο. Τον ήξερα γιατί σε μια παράσταση του Μπεζάρ είχε τραγουδήσει και είχαμε γίνει φίλοι. Τότε ο Βουτσινός μου είπε: «Πρέπει να έρθεις στην Ελλάδα». Θέλαμε να προετοιμάσουμε μια παράσταση. Ο Βολονάκης μου λέει: «θα ανοίξουμε μαζί το θέατρο Πέτρα, που είναι σήμερα το Θέατρο Μελίνα Μερκούρη, το Θέατρο Βράχων». Ήδη ήξερα ότι θα ερχόμουνα στην Ελλάδα. Το 1980 με καλούν στην Πινακοθήκη να κάνω σεμινάριο. Εκεί ήταν όλοι οι φίλοι μου, Χατζιδάκις, Τάκης και άλλοι.  Όλα είναι ζήτημα γνωριμιών αλλά τότε, αυτό είχε να κάνει με το αν είχες την ίδια καλλιτεχνική ευαισθησία με τους άλλους. Σήμερα όλα είναι ζήτημα κυκλώματος. Τότε δεν ήταν έτσι. Είχαμε οικογενειακό σκεπτικό στην τέχνη. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Η Ελλάδα του τότε ήταν ξανά μια Ελλάδα του πνεύματος. Δεν είναι τυχαίο όλο αυτό. Δεν είναι τυχαίοι ο Φλερύ με την Λίντα Άλμα. Ήταν χορογράφος και χορευτές και οι δυό τους στα σόου της Εντίθ Πιαφ. Συνάντησα τον Φλερύ μια φορά στο λεωφορείο της Ολυμπιακής, αυτό που σε πάει μέχρι το αεροπλάνο. Είναι καθισμένος και σηκώνεται. Και μου  λέει: «Κάτσε». Άλλη φιλοσοφία. Αυτό τον κόσμο ήξερα. Γι` αυτόν τον κόσμο ήρθα εδώ. Και παραμένω γιατί η Ελλάδα είναι μια ερωτική χώρα. Έχει τόσες ομορφιές αλλά είναι και μια σκληρή χώρα. Βράχος.. Δεν μου αρέσει η γκρίνια. Μου αρέσει η πραγματικότητα. Εδώ έμαθα πράγματα απίστευτα. Όταν ήρθα το 1980, οι σχέσεις ήταν καλλιτεχνικές. Θυμάμαι μια φορά πήγα σε μια παράσταση του Χατζιδάκι και μετά μιλούσαμε. Και του λέω: «Μάνο έχω ακούσει μια μουσική δικιά σου που θέλω να την χορογραφήσω». Μου  λέει: «Αποκλείεται αυτή τη μουσική. Αλλά πάρε αυτά». Και μου έδωσε άλλη μουσική. Έτσι γινόταν.

Μ.Σ.: Να έρθουμε λίγο στη Σάμο. Σας αρέσει το νησί;
D.L.: Μου αρέσει πάρα πολύ. Και μου αρέσει πάρα πολύ η Χριστίνα και ο άντρας της ο Αλέξης. Δεν ξέρουν εδώ τα παιδιά τι χαρά και τι δόσιμο έχουνε για το μπαλέτο. Τα παιδιά έχουν μία από τις καλύτερες δασκάλες που υπάρχουν. Ο Δήμος τι κάνει γι` αυτό;




Μ.Σ.: Πώς είδατε το έμψυχο υλικό; Κάνουν χορό επειδή το αποφάσισαν οι γονείς τους ή επειδή το θέλουν πραγματικά;
D.L.: Έχει κάποια παιδιά που έχουν ταλέντο. Ειδικά μια πολύ μικρή, 10 χρονών που έχει μέλλον. Κοιτάξτε, η  Χριστίνα ξέρει να χορεύει. Ήταν μέλος σε μια από τις μεγαλύτερες ομάδες του κόσμου. Ξέρει τι κάνει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι πολύ τυχερά τα παιδιά. Απίστευτα τυχερά. Μερικές φορές στην Ελλάδα μπορούμε να συναντούμε ανθρώπους διαφανείς. Μια μέρα είμαι στον Πειραιά και κάθομαι σε ένα καφενείο και κοιτάω την θάλασσα και τα καράβια. Είχα πολύ μεγάλη στενοχώρια. Δίπλα στο τραπέζι ήταν ένας τύπος με ένα καπέλο και άρχισε να μου μιλάει στα Αγγλικά. Μου λέει: «Έχεις πρόβλημα όπως κι εγώ». Του λέω: «Δεν μπορείτε να καταλάβετε. Έχει να κάνει με την τέχνη». Μου λέει: «Και το δικό μου πρόβλημα έχει να κάνει με την τέχνη». Και μιλούσαμε έτσι για μισή ώρα. Ήτανε ο Λέοναρντ Κοέν. Κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Αυτοί οι άνθρωποι, οι διάφανοι,  μιλάνε για αυτά που τους ενδιαφέρουν και τίποτε άλλο. Απογυμνώνονται. Ο Βολονάκης μου είπε: «θα σου δώσω τον Βόγλη να είναι πρόεδρος στην εταιρεία σου». Έτσι απλά. Όλα γίνονταν φυσικά τότε. Δεν πήγαινες να εξηγείς, τα πράγματα έρχονταν μόνα τους. Δεν ξέρω αν είμαι τυχερός ή αν το δούλεψα να είμαι σε αυτό το κλίμα. Συνάντησα για παράδειγμα τον Ρουμπινστάιν τον πιανίστα (σ.σ. εκ των κορυφαίων εκτελεστών πιάνου του 20ου αιώνα), με τον οποίο είχαμε μια κοινή φίλη. Γνώριζα αυτούς τους ανθρώπους με φυσιολογικό τρόπο. Τα πράγματα κινούνταν από μόνα τους.



Μ.Σ.: Τι θέλετε να πείτε σε κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με το μπαλέτο;
D.L.: Στην Ελλάδα; Ξέχνα το! Κοιτάξτε, εάν ο άνθρωπος θέλει κάτι, θα το κάνει,  θα μείνει. Είναι σαν την μικρή, την μαθήτρια της Χριστίνας. Ήρθε στην Αθήνα και ήμουνα πολύ αυστηρός. Ήμουν όλο άρνηση. Έμεινα δύο ώρες μαζί της. Η μικρή δεν αντέδρασε. Το άντεξε. Αυτό δίνει το καλύτερο αποτέλεσμα. Όταν ο άνθρωπος το θέλει πραγματικά, θα πλησιάσει την πόρτα με οποιονδήποτε τρόπο. Ό,τι της είπα στην Αθήνα, το εφάρμοσε. Το είδα εδώ στην Σάμο.
Αυτοί οι νέοι, αυτή η νεολαία «τρώει σφαλιάρες» διότι υπάρχουν τα κυκλώματα. Και αυτά τα παιδιά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και είτε να τα διώξουμε στο εξωτερικό ή να βρούμε τον καλύτερο τρόπο να μείνουνε εδώ. Αλλά είναι πολύ δύσκολο. Γιατί υπάρχει μια αλυσίδα ανθρώπων που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο και αυτός ο τρόπος σκέψης δημιουργεί προβλήματα. Εδώ δηλώνουν κάποιοι χορογράφοι και όταν βλέπω την δουλειά τους καταλαβαίνω ότι είναι κλεμμένα από το εξωτερικό, από αυτά που γίνονταν πριν από 60 χρόνια. Αλλά ποιος το καταλαβαίνει αυτό; Όλοι θέλουνε μια θέση. Ο καλλιτέχνης όμως δεν είχε ποτέ θέση στην κοινωνία. Ποτέ.

Με την Χριστίνα Τσαρδούλια και χορεύτριες της Σχολής, από την πρώτη επίσκεψη του Daniel Lommel



Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required